- βιδωτός
- -ή, -όαυτός που έχει ή μπορεί να βιδωθεί κάπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοχλιοφόρος — ο εφοδιασμένος με κοχλία, βιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κοχλιωτός — ή, ό 1. συνδεδεμένος με κοχλία, βιδωτός 2. αυτός που έχει σχήμα κοχλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κατάλ. ωτός (πρβλ. θολ ωτός, ορκ ωτός)] … Dictionary of Greek
ελικωτός — ή, ό 1. που έχει σχήμα έλικα, κοχλιωτός, βιδωτός. 2. το ουδ. ως ουσ., ελικωτό βιδωτό καρφί για τη στερέωση των σιδηροτροχιών στους ξύλινους στρωτήρες (στις τραβέρσες) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)